- εὐανδρίας
- εὐανδρίᾱς , εὐανδρίαabundance of menfem acc plεὐανδρίᾱς , εὐανδρίαabundance of menfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благомоужиѥ — БЛАГОМОУЖИ|Ѥ (1*), ˫А с. Мужество, храбрость: Много намъ оуже бл҃гомужие. великод҃шь˫а. много и непренемогание державы и крѣпости терпѣни˫а. въспрѩновень˫а же и бдѣнь˫а. (τῆς εὐανδρίας) ФСт XIV, 210г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… … Dictionary of Greek